ἐριθάκη

ἐριθάκη
ἐριθάκη
Grammatical information: f.
Meaning: `bee-bread' (a kind of wax) (Arist. Varr. Plin.); Hesychius comments: ἡ ὑπὸ τῶν μελισσῶν παρατιθεμένη τροφή καὶ τὸ ἐγκοίλιον τῶν ἰχθύων τῶν μαλακῶν καὶ τὰ τῶν ὑῶν ἔμβρυα. I add the comment of DELG: "The gloss gives two informations: on the one hand the meaning `interior of the crustacaeans' which arose from the resemblance between the two materials explains the adjective ἐριθακώδης (`full of ἐριθάκη'), epithet of γραῖαι (`crabs') (Épich. 61); on the other hand, it appears that the `bee-bread' was - wrongly - considered as food of the bees [in reality they use it to close openings in the walls of the bee-hive], which would explain the connection with ἔριθος, cf. s.u." The latter remark is not very clear to me; perhaps Chantraine refers to the fact that ἐριθακίς means `worker-bee'.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Acc. to Nehring Gl. 14 (1925) 183 Pre-Greek. On the connection with ἔριθος see above.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εριθάκη — ἐριθάκη, ἡ (Α) ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος*. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών …   Dictionary of Greek

  • ἐριθάκη — bee bread fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριθάκην — ἐριθάκη bee bread fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εριθακώδης — ἐριθακώδης, ες (Α) [εριθάκη] αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.) …   Dictionary of Greek

  • κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”